πολύρρους

πολύρρους
-ους, και -οος, -οον, ΜΑ
μσν.
μτφ. (για λόγο) αυτός που κυλάει, που ρέει («τὸ πολύρρουν τῆς φράσεως», Ευστ.)
αρχ.
αυτός που ρέει με αφθονία, που έχει πλούσια ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ρροος / -ρροῦς (< ῥέω), πρβλ. βαθύ-ρρους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναέτωρ — και νάτωρ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ρέων, πολύρρους». [ΕΤΥΜΟΛ. < νάω «ρέω» + επίθημα τωρ (πρβλ. μελέ τωρ < μέλω). Ο τ. νᾱ τωρ < *ναFέτωρ με σίγηση τού F και συναίρεση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”